- οφίαση
- η (Α ὀφίασις)νεοελλ.μορφή γυροειδούς αλωπεκίας κατά την οποία η κόμη ή οι τρίχες πέφτουν ταινιοειδώς, ιδίως στην ινιακή χώρααρχ.1. η οφιοειδής γύμνωση τών τριχών τής κεφαλής2. είδος λέπρας κατά το οποίο ο ασθενής αλλάζει δέρμα σαν το φίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + κατάλ. -ίασις πιθ. μέσω αμάρτυρου *ὀφιάω].
Dictionary of Greek. 2013.