οφίαση

οφίαση
η (Α ὀφίασις)
νεοελλ.
μορφή γυροειδούς αλωπεκίας κατά την οποία η κόμη ή οι τρίχες πέφτουν ταινιοειδώς, ιδίως στην ινιακή χώρα
αρχ.
1. η οφιοειδής γύμνωση τών τριχών τής κεφαλής
2. είδος λέπρας κατά το οποίο ο ασθενής αλλάζει δέρμα σαν το φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + κατάλ. -ίασις πιθ. μέσω αμάρτυρου *ὀφιάω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όφις — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από 74 αστέρες. Ο λαμπρότερος του αστέρας είναι ο Α της κεφαλής του και είναι τρίτου μεγέθους (2,7). * * * ο (ΑΜ ὄφις, εως, Α ποιητ. γεν. ὄφεος, δωρ. και ιων. γεν. ὄφιος) 1. φίδι 2. ως κύριο όν. ο Όφις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”